- ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο
- Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό πλαίσιο, η κατά λέξη σημασία του όρου α.έ.δεν είναι στερητική, αλλά καλύπτει μια ολόκληρη διαδικασία των ανθρώπινων ενεργειών, μέσα στην οποία οι ατομικές εκδηλώσεις περιέχονται στη θεσμική πραγματικότητα των θρησκευτικών και κοινωνικών αξιών της ανθρώπινης ομάδας ή κοινωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ασσυροβαβυλωνιακό έπος Γιλγαμές, έργο που αναμφισβήτητα αποκαλύπτει ποιητικό ταλέντο και προσωπική γραφή, αλλά δεν μπορεί να απομονωθεί από την ανώνυμη παράδοση του λαϊκού μύθου, τραγουδιού και αφηγήματος. Ήδη όμως, σε μια ιστορική φάση οπωσδήποτε μακρινή, σε μερικές ιστορικές επιγραφές και στη σύνταξη των ασσυριακών χρονικών, αποκαλύπτεται και μάλιστα κατά τρόπο άμεσο στην περίπτωση ακριβώς των ασσυριακών χρονικών, ο ηγεμόνας, με τη χρησιμοποίηση πρώτου προσώπου στην περιγραφή των κατορθωμάτων του. Από τη στιγμή αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί η σημασία της έννοιας του ανώνυμου στο επίπεδο της εμφάνισης του συγγραφέα και αργότερα του βιβλίου ή και του έργου αναπαραστατικής και μνημειακής τέχνης, ως ένα επίτευγμα που αφορά ατομική πράξη. Ας αρχίσουμε από την περίπτωση της σύνταξης των χρονικών των Ασσυρίων βασιλιάδων. Δικαιολογημένα έχει λεχθεί ότι αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν ως το πρώτο δείγμα αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος. Και αν γίνει δεκτό πως μπορεί o μονάρχης να μην υπήρξε ο πραγματικός συγγραφέας της αφήγησης, πράγμα πολύ πιθανό μάλιστα, θα έχουμε έναν συγγραφέα που ήδη παίρνει μια υποθετική προσωπικότητα, όπως συμβαίνει π.χ. στην ονομαστή αιγυπτιακή αφήγηση των περιπετειών του Σινούχε ή Σινουσί. Από την αρχή λοιπόν η ανωνυμία συνδέεται με το πρόβλημα της ψευδωνυμίας. Όπως θα δούμε, το α.έ. γίνεται πρόβλημα κριτικό και φιλολογικό μόνο σε συνδυασμό με τα ψ.έ. O καθαυτό ανώνυμος, ο άγνωστος, δεν θέτει προβλήματα: το έργο του μπορεί να εξεταστεί όπως οποιοδήποτε άλλο έργο συγγραφέα, αφού εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες έρευνας με σκοπό να αποδώσουν το έργο σε κάποιον συγγραφέα, χωρίς να καταλήξουν σε αποτέλεσμα. Ενώ στους παλαιότερους πολιτισμούς τα έργα γεννήθηκαν ανώνυμα, με την πολιτιστική εξέλιξη εμφανίζεται μια αντίθετη τάση όλο και ευρύτερη, του αποκλεισμού της ανωνυμίας προπάντων στα λογοτεχνικά έργα. Και για να μην απομακρυνθούμε από τον χώρο της αρχαίας Ανατολής, αναφέρουμε πως όχι μόνο η Πεντάτευχος, αλλά και τα ιστορικά βιβλία της Αγίας Γραφής είναι ανώνυμα, ενώ τα προφητικά, όπως οι Ψαλμοί και οι Παροιμίες, ως έργα προσωπικά μάς δίνουν το όνομα του συγγραφέα, αν και είναι κάτι περισσότερο από θεμιτή η υποψία πως πρόκειται για ψ.έ. της ίδιας περιόδου.
Μόνο με σχετικά νεότερες εποχές, και σύμφωνα πια με τη νομική παράδοση, συναντούμε και για την Πεντάτευχο απόδοση σε ορισμένο συγγραφέα, τον Μωυσή, καθώς και για τα ιστορικά βιβλία που αποδίδονται στον Ωσηέ, στον Σαμουήλ και στον Ιερεμία. Σε συνδυασμό με την τάση αυτή που απέβλεπε να αποκλείσει την ανωνυμία, γύρω στο 500 π.Χ., όλα τα επικά ποιήματα του ελληνικού κόσμου θεωρούνται πως ανήκουν στον Όμηρο, όπως τα εξάμετρα γενεαλογικά έπη αποδίδονται στον Ησίοδο. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αφελείς ψευδωνυμίες που διαλύονται, αρχίζοντας από τον Ηρόδοτο, γύρω στο 350 π.Χ., εποχή κατά την οποία μόνο η Ιλιάδα και η Οδύσσεια θεωρούνται έργα του Ομήρου, ενώ για τα άλλα έργα, όπως οι Ύμνοι,η Βατραχομυομαχία, τα Κύπρια έπη και οι Επίγονοι, αρχίζει μια κριτική διένεξη που θα φτάσει μέχρι το 150 π.Χ., για να γίνει τελικά αποδεκτή η ανωνυμία όλων αυτών των έργων, αντίθετα με την απαράδεκτη πια απόδοσή τους σε ορισμένο συγγραφέα. Από τα συνοπτικά αυτά στοιχεία διαφαίνεται πως ο συσχετισμός του ονόματος του συγγραφέα με το έργο αποτελεί θεμελιώδη αξίωση μιας ορισμένης εξέλιξης του πνευματικού πολιτισμού· η ολοκλήρωσή της όμως θα έχει ως επακόλουθο, μπροστά στη σύγχυση και στο ενδεχόμενο σφάλματος, να καθιερωθεί μια κατηγορία α.έ. για κριτικούς σκοπούς. Χρειάζεται όμως να λαμβάνονται υπόψη άλλα γεγονότα που παρεμβαίνουν, τώρα πια που η παράδοση έχει προσανατολιστεί στο να κατονομάζει το έργο και τον συγγραφέα του· πρόκειται για τα υλικά ατυχήματα που μπορεί να στερήσουν έναν πάπυρο και αργότερα έναν κώδικα από τη μνεία του συγγραφέα, καθώς και τις παραποιήσεις που γίνονται με πρόθεση και οι οποίες οφείλονται κατά κανόνα στην επιθυμία να αποκτήσει μεγαλύτερο κύρος ένα έργο με την απόδοσή του σε ονομαστό συγγραφέα. Σχετικά με το πρώτο ενδεχόμενο αρκεί να σκεφτούμε πόσο ευπαθές υλικό είναι o πάπυρος και πόσο λίγα είναι τα αντίγραφα του έργου. Όσοι πάπυροι σώθηκαν είναι ακρωτηριασμένοι, αλλά και στην προαλεξανδρινή αρχαιότητα δεν θα ήταν εύκολο να μεταβιβαστεί στους μεταγενέστερους η μνεία για τον συγγραφέα, αν παραδεχτούμε πως o τίτλος ήταν γραμμένος σε ένα είδος καρτέλας, που κρεμόταν έξω από τον τυλιγμένο πάπυρο και πως έλειπε, όπως μπορεί να υποτεθεί γι’ αυτή την εποχή, μια υπογραφή· γι’ αυτό, αν το κείμενο δεν κατονόμαζε κάπου τον συγγραφέα, το έργο χαρακτηριζόταν ανώνυμο. Πιο γνωστή είναι η τεχνική της σύνταξης των μεσαιωνικών κωδίκων. Επειδή οι τόμοι αυτοί ήταν κυρίως σύμμεικτοι, αν από απροσεξία ή άγνοια ο αντιγραφέας είχε παραλείψει την υπογραφή, όχι μόνο αποκλειόταν η απόδοσή τους αλλά και ανοιγόταν o δρόμος να περιληφθεί ένα κείμενο σε αυτό που το ακολουθούσε. Επιπλέον, και μάλιστα συχνά, την αναγραφή του τίτλου ενός κειμένου ο αντιγραφέας την άφηνε στον καλλιγράφο (rubricator), που με ειδικό μελάνι, συνήθως κόκκινο, διακοσμούσε με τον τίτλο και το όνομα του συγγραφέα την αρχή του έργου. Πολύ συχνά συνέβαινε να μη γίνει αυτή η εργασία και έτσιτο κείμενο γινόταν ανώνυμο.
Πιο πολύπλοκη είναι η περίπτωση της παραποίησης, όταν δεν παρεμβαίνουν τεχνικές ελλείψεις, όπου πρέπει να αποκαλυφθεί το κρυφό και σκοτεινό παιχνίδι των ανθρώπινων προθέσεων. Είναι πιθανό πως ήδη από τον 5o αι. π.Χ. τέτοιες επεμβάσειςγίνονταν με την πρόθεση εξαπάτησης και έτσι εμφανίζονται –όταν η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας άρχισε να συγκεντρώνει και να αγοράζει τα κείμενα των κλασικών– σωστές επινοήσεις και συγγραφές κειμένων μικρότερης αξίας, με σκοπό να αποδοθούν σε σπουδαιότερους συγγραφείς. Από τη στιγμή αυτή, η ιστορία των πλαστών έργων και των κινήτρων της παραποίησης γίνεταιπλουσιότατη και ανεξάντλητη. Αρκεί να σκεφτούμε το πλήθος των ομιλιών που αποδίδονται σε διάφορα χειρόγραφα στον Αυγουστίνο και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, στον τομέα της χριστιανικής ομιλητικής, και κατά την αλεξανδρινή περίοδο, τον πολλαπλασιασμό των επιστολών που αποδίδονταν σε επιφανέστατους συγγραφείς και δημιούργησαν ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της κλασικής φιλολογικής επιστήμης της εποχής μας. Αναφέρουμε, από πλήθος άλλα, το πρόβλημα που είχε τεθεί για τις επιστολές του Πλάτωνα, γύρω από τις οποίες έγινε μια λεπτότατη φιλολογική εργασία που άφησε άλυτα μέχρι σήμερα πολλά προβλήματα.
Είναι φανερό πως η εφεύρεση της τυπογραφίας έπρεπε να εξασφαλίζει, με την κυκλοφορία μεγάλου αριθμού αντιτύπων, τα στοιχεία για το όνομα του συγγραφέα και του έργου, και επομένως στη σύγχρονη εποχή το πρόβλημα αποκτά μια σημασία αισθητά διαφορετική. Και πραγματικά, δεν εμφανίζονται περιπτώσεις ανωνυμίας και ψευδωνυμίας παρά μόνο με άμεση παρέμβαση του συγγραφέα ή του εκδότη, προπάντων από λόγους φρόνησης σε περιόδους πολιτικών και θρησκευτικών αγώνων ή για λόγους στενότερα λογοτεχνικούς, όπως όταν το ψευδώνυμο καταλήγει να είναι δείγμα φιλαρέσκειας ή συνδέεται με κάποια μόδα. Με αυτή την έννοια η ανωνυμία ή η ψευδωνυμία αποτελεί αντικείμενο έρευνας πιο πολύ για τον ιστορικό παρά για τον φιλόλογο. Ως παράδειγμα αναφέρουμε πως τον 17o αι. εκδόθηκαν ανώνυμα, για λόγους φρόνησης, οι Περσικές Επιστολές του Μοντεσκιέ και πως ψευδώνυμα, που στο τέλος αντικατέστησαν το πραγματικό όνομα του συγγραφέα, είναι τα Μολιέρος, Βολτέρος, Απολινέρ κ.ά.
Η Αγία Γραφή περιέχει ορισμένα από τα σπουδαιότερα ανώνυμα κείμενα της παγκόσμιας φιλολογίας.
Dictionary of Greek. 2013.